- νηοφόρος
- νηο-φόρος, ον,A bearing ships,
νῶτα AP10.16.8
(Theaet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νῶτα AP10.16.8
(Theaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηοφόρος — νηοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τα πλοία («νηοφόρα νῶτα θαλάσσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + φόρος*] … Dictionary of Greek
νηοφόροις — νηοφόρος bearing ships masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek